φυκίοικος

φυκίοικος
ὁ, Α
αυτός που κατοικεί ανάμεσα στα φύκη, δηλαδή ο Ποσειδώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυκίον / φύκιον, υποκορ. τού φῦκος + -οικος (< οἶκος), πρβλ. ἀερί-οικος, χαλκί-οικος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φυκιοίκῳ — φυκίοικος dweller among sea wrack masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”